-
1 выключать
выключать, выключить δια κόπτω· \выключать свет σβήνω το φως· \выключать ток κόβω το ηλεκτρικό· \выключать телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο' \выключать радио κλείνω το ραδιόφωνο* * *= выключитьвыключа́ть свет — σβήνω το φως
выключа́ть ток — κόβω το ηλεκτρικό
выключа́ть телефо́н — αποσυνδέω το τηλέφωνο
выключа́ть ра́дио — κλείνω το ραδιόφωνο
-
2 выключать
выключатьнесов (газ, свет и т. п.) διακόπτω, ἀποσυνδέω:\выключать ток κόβω τό ἡλεκτρικό ρεύμα· \выключать радио κλείνω τό ραδιόφωνο· \выключать телефон ἀποσυνδέω τό τηλέφωνο· \выключать мото́р σβύνω (или σταματώ) τό μοτέρ. -
3 выключить
-чу, -чишь ρ.σ.μ.1. αποκλείω, δε συμπεριλαβαίνω•выключить из списка δε συμπεριλαβαίνω στον κατάλογο•
выключить из игры αποκλείω από το παιγνίδι.
|| παλ. αποβάλλω, διώχνω•выключить из гимназии αποβάλλω από το γυμνάσιο.
2. διακόπτω, αποσυνδέω, σταματώ, σβήνω•выключить свет σβήνω το φως•
выключить радио σβήνω το ράδιο•
выключить телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο•
выключить мотор σταματώ το μοτέρ.
1. εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνομαι.2. διακόπτομαι, κόβομαι, αποσυνδέομαι•свет -лся το φως κόπηκε.
-
4 отключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отключенный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.αποσυνδέω•отключить телефонный аппарат αποσυνδέω το τηλέφωνο.
αποσυνδέομαι.